- πραϋμενής
- -ές, Αβλ. πρεϋμενής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραυμενής — of gentle spirit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυμενῆ — πραυμενής of gentle spirit neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πραυμενής of gentle spirit masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πραυμενής of gentle spirit masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυμενῶς — πραυμενής of gentle spirit adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek